κρονικώτερα

κρονικώτερα
κρονικός
Saturn
neut nom/voc/acc comp pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Κρονικώτερα — Κρονικός Saturn neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρονικός — κρονικός, ή, όν (Α) [Κρόνος] 1. κρόνιος* 2. μτφ. απαρχαιωμένος, παμπάλαιος («πρὸς δὲ τούτοις ἔτι τούτων κρονικώτερα», Πλάτ.) 3. παροιμ. «κρονικαὶ λῆμαι» λεγόταν για τους μύωπες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”